- τρισχιλιοστός
- -ή, -ό / τρισχιλιοστός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που κατέχει στη σειρά τη θέση τρεις χιλιάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + κατάλ. -οστός (πρβλ. πεντακοσι-οστός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισχιλιοστός — ή, ό τακτ. αριθμ., που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό 3.000: Τρισχιλιοστό έτος π.Χ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισχιλιοστόν — τρισχῑλιοστόν , τρισχιλιοστός three thousandth masc acc sg τρισχῑλιοστόν , τρισχιλιοστός three thousandth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισχιλιοστοῦ — τρισχῑλιοστοῦ , τρισχιλιοστός three thousandth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισχιλιοστῷ — τρισχῑλιοστῷ , τρισχιλιοστός three thousandth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)